Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

bee gum


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο bee παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: gum
  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bee n (stinging insect)μέλισσα ουσ θηλ
 Bees are attracted to sugary drinks.
 Οι μέλισσες ελκύονται από τα ζαχαρώδη ποτά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bee n US (gathering)συνάντηση, συγκέντρωση ουσ θηλ
 All the ladies from the surrounding farms came for the annual quilting bee.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bee bole n (hole in wall for bee hive)υποδοχή για μελίσσι φρ ως ουσ θηλ
  τρύπα για μελίσσι φρ ως ουσ ουδ
bee catcher n (glass used to trap bees)μελισσοπαγίδα ουσ θηλ
bee colony n (group of bees) (μέλισσες)μελίσσι ουσ ουδ
  αποικία μελισσών περίφρ
bee sting n (injection of venom by a bee)τσίμπημα μέλισσας περίφρ
 Some people are allergic to bee stings.
bee-eater n (insect-eating bird)μελισσοφάγος ουσ αρσ
the bee's knees n figurative, informal (superb person, thing)κορυφαίος επίθ
  άριστος επίθ
  υπέροχος, εξαίσιος επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κορυφή ουσ ως επίθ
beehive n (man-made home for bees) (τεχνητή)κυψέλη ουσ θηλ
  μελίσσι ουσ ουδ
 Farmers rent the beehives to fertilize their fields.
 Οι αγρότες νοικιάζουν κυψέλες για να κάνουν γόνιμα τα χωράφια τους.
 Οι αγρότες νοικιάζουν κυψέλες για να κάνουν γόνιμα τα χωράφια τους.
beehive n (natural bees' nest)κυψέλη ουσ θηλ
  (μαζί με τις μέλισσες)μελίσσι ουσ ουδ
 There's a beehive in one of my oak trees.
beehive n figurative (busy place)που σφύζει από δραστηριότητα περίφρ
 The newsroom's a beehive every afternoon.
beehive n (1960s high hairstyle) (μεταφορικά)σφηκοφωλιά ουσ θηλ
 All the women in those old photos had beehives.
bumble n informal, abbreviation (insect: bumblebee) (είδος μέλισσας)βομβίνος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπούμπουρας, μπάμπουρας ουσ αρσ
 A bumble won't sting you unless you provoke it.
bumblebee n (winged insect) (είδος μέλισσας)βομβίνος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπούμπουρας, μπάμπουρας ουσ αρσ
 Bumblebees are attracted to brightly-colored flowers.
busy bee n informal, figurative (very active person)πολυάσχολος ουσ αρσ
Σχόλιο: ουσιαστικοποιημένο επίθετο
 You've cleaned the whole house this morning? What a busy bee you are!
have a bee in your bonnet v expr figurative, informal (be annoyed, obsessed by [sth])έχω εμμονή με κτ περίφρ
  (μεταφορικά)κολλάω με κτ ρ αμ + πρόθ
honey bee n (honey-producing flying insect)μέλισσα ουσ θηλ
  (επίσημο)μέλισσα η μελιτοφόρος φρ ως ουσ θηλ
 A mysterious "Colony Collapse Syndrome" is causing honey bees to vanish worldwide.
queen bee n figurative (woman in powerful position) (μεταφορικά)βασίλισσα ουσ θηλ
queen bee n (female bee that lays eggs)βασίλισσα ουσ θηλ
  βασίλισσα μέλισσα φρ ως ουσ θηλ
smoker,
bee smoker
n
(device for calming bees)καπνιστήρι ουσ ουδ
 The beekeeper uses a smoker when he needs to inspect the hive.
spelling bee n US (children's competition to spell words)διαγωνισμός ορθογραφίας έκφρ
 Even very young children participate in spelling bees.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bee gum στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bee gum».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!